- θαλάμη
- η (AM θαλάμη)το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.)νεοελλ.κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματοςαρχ.1. σπήλαιο, κοίλωμα τού εδάφους2. κοιλότητα τού σώματος3. (ουδ. πληθ.) αἱ θαλάμαιτα ρουθούνια4. θάλαμος στο πλοίο και ιδιαίτερα στο κατώτατο μέρος όπου εργάζονταν οι θαλαμίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θάλαμος με μεταβολή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.